- εφαιμάσσω
- ἐφαιμάσσω (Α)ματώνω, κάνω να ματώσει («ἐπί δὲ τῶν παρά τινας προφάσεις ψιλωθέντων ὀστῶν, δύναται μὲν καὶ ξύσις, ἄχρις ἄν ἐφαιμάσσηται», Ορειβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αἱμάσσω (< αἷμα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐφαιμάσσεσθαι — ἐφαιμάσσω make bloody pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφαιμάσσεται — ἐφαιμάσσω make bloody pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφαιμάσσηται — ἐφαιμάσσω make bloody pres subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφαιμάσσων — ἐφαιμάσσω make bloody pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφαιμάξας — ἐφαιμάξᾱς , ἐφαιμάσσω make bloody aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)